ὀλιγαριστία

ὀλιγαριστία
ὀλῐγ-ᾱριστία, ,
A scanty meal, Alexandr.Magn. ap.Plu.Alex.22, 2.127b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολιγαριστία — ὀλιγαριστία, ἡ (Α) μικρό, ελαφρό πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα» (πρβλ. αν αριστία)] …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγαριστίαν — ὀλιγᾱριστίᾱν , ὀλιγαριστία scanty meal fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”